Κνίδωση
Κνίδωση ονομάζουμε μια αλλεργική πάθηση του δέρματος που εκδηλώνεται με έντονο κνησμό (φαγούρα) και ένα χαρακτηριστικό δερματικό εξάνθημα που λέγεται πομφός (κοινώς, πετάλα ή καντήλα).
Ο όρος κνίδωση προέρχεται από τη λέξη κνίδη, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τσουκνίδα. Επειδή ακριβώς, όταν το δέρμα μας έρθει σε επαφή με το φυτό της τσουκνίδας, εμφανίζει φαγούρα και πομφούς στο σημείο επαφής, η πάθηση ονομάστηκε κνίδωση.
Κλινική εικόνα
Η κνίδωση εμφανίζεται με πομφούς και έντονο κνησμό. Οι πομφοί έχουν πολύ χαρακτηριστική εμφάνιση διότι σχηματίζονται από μια κεντρική περιοχή υπεγερμένου (δηλαδή, ελαφρά ανασηκωμένου, "πρησμένου") δέρματος, άλλοτε με κυκλικό και άλλοτε με ασαφές σχήμα (σαν γεωγραφικός χάρτης) που περιβάλλεται από ερυθρά άλω και έχει έντονο κνησμό. Οι πομφοί στην κνίδωση έχουν μια συγκεκριμένη κλινική συμπεριφορά διότι έχουν χαρακτήρα μεταναστευτικό: αυτό σημαίνει οτι εμφανίζονται σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος και μετά από λίγες ώρες εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται σε νέα, διαφορετικά σημεία. Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι οτι εξαφανίζονται με την άσκηση πίεσης στο δέρμα και επανεμφανίζονται μόλις αρθεί η πίεση.
Ενίοτε, μπορεί να συνυπάρχει και μια άλλη δερματική εκδήλωση που ονομάζεται αγγειοοίδημα. Το αγγειοοίδημα είναι οίδημα (πρήξιμο) που εμφανίζεται στα μαλακά σημεία του δέρματος, συνήθως χείλη, βλέφαρα των ματιών, γεννητικά όργανα και δάκτυλα χεριών ή ποδιών. Το αγγειοοίδημα που συνυπάρχει με την κνίδωση (διότι υπάρχουν και άλλες μορφές αγγειοοιδήματος χωρίς κνίδωση) έχει ακριβώς την ίδια παθοφυσιολογία και οφείλεται στους ίδιους παράγοντες με την κνίδωση. Δηλαδή αποτελεί μια διαφορετική εκδήλωση της κνίδωσης που αφορά βαθύτερες στιβάδες του δέρματος. Το αγγειοοίδημα που εμφανίζεται μαζί με κνίδωση, αν και προκαλεί δραματική αλλοίωση στην εμφάνιση του ασθενούς, εντούτοις δεν είναι επικίνδυνο διότι δεν εμφανίζεται σε ευαίσθητα όργανα όπως ο λάρυγγας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε απόφραξη των ανώτερων αεραγωγών. Προσοχή όμως: η οντότητα κνίδωση και αγγειοοίδημα δεν εμφανίζεται πάντα αυτόνομα, δηλαδή χωρίς συμπτώματα από άλλα συστήματα. Μπορεί να συνυπάρχει με συμπτώματα από το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό και το κυκλοφορικό σύστημα, στα πλαίσια της αναφυλακτικής αντίδρασης. Αυτή η κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και απειλητική για τη ζωή.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να προσθέσω μια ουσιαστική διευκρίνηση: όταν η κνίδωση με ή χωρίς αγγειοοίδημα είναι μέρος της επικίνδυνης αναφυλακτικής αντίδρασης, που μπορεί να προκαλέσει οίδημα λάρυγγα, αυτό θα συμβεί άμεσα και ταυτόχρονα με την εμφάνιση κνίδωσης- αγγειοοιδήματος. Αν τα συμπτώματα περιοριστούν μόνο σε κνίδωση και αγγειοοίδημα χωρίς εξέλιξη σε άλλα συστήματα, τότε η πάθηση αυτή είναι αθώα, μη επικίνδυνη, ακόμα και αν διαρκεί πολλές μέρες με εξάρσεις και υφέσεις.
Η κνίδωση δεν συνοδεύεται πάντα από αγγειοοίδημα. Από όλους τους ασθενείς που θα εμφανίσουν την πάθηση αυτή, το 50% περίπου θα έχει μόνο κνίδωση, το 40% θα έχει συνδυασμό κνίδωσης με αγγειοοίδημα, ενώ το υπόλοιπο 10% θα εκδηλωθεί μόνο ως αγγειοοίδημα. Η κνίδωση είναι μια από τις πιο συχνές παθήσεις. Υπολογίζεται οτι ποσοστό 15-25% ατόμων του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει τουλάχιστον ένα επεισόδιο κνίδωσης κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του.
Είδη κνίδωσης
Με βάση τη χρονική διάρκεια έκθυσης πομφών η κνίδωση χωρίζεται σε οξεία και χρόνια. Οξεία ονομάζουμε την κνίδωση κατά την οποία τα συμπτώματα διαρκούν λιγότερο από 6 εβδομάδες. Χρόνια είναι η κνίδωση εκείνη κατά την οποία υπάρχει καθημερινή έκθυση πομφών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 εβδομάδων. Ο διαχωρισμός αυτός, αν και αυθαίρετος, μας βοηθάει στην κατάταξη και την αιτιολογική διερεύνηση της πάθησης. Τα περισσότερα επεισόδια κνίδωσης διαρκούν από λίγες μέρες μέχρι 1 μήνα και εντάσσονται στην οξεία κνίδωση. Περίπου 30% των ασθενών που θα ξεκινήσουν ως οξεία κνίδωση, θα υπερβούν τις 6 εβδομάδες σε χρονική διάρκεια συμπτωμάτων, και θα μεταπέσουν στην κατηγορία της χρόνιας κνίδωσης,
Οξεία κνίδωση
Η οξεία κνίδωση είναι μια πάθηση με σύντομη κλινική πορεία που οφείλεται σε ετερογενείς αιτίες. Άλλες από αυτές τις αιτίες υποκρύπτουν πραγματική αλλεργία ενώ άλλες, όπως οι ιογενείς λοιμώξεις, δεν είναι αίτιο αλλεργίας και δεν υποδηλώνουν οτι η κνίδωση θα επαναληφθεί σε επόμενη ίωση. Προσοχή: στην οξεία κνίδωση η αιτία επιδρά μία φορά και όχι επαναλαμβανόμενα, διότι σε επαναλαμβανόμενη έκθεση για μεγάλο χρονικό διάστημα προκύπτει χρόνια κνίδωση.
Οι συχνότερες αιτίες οξείας κνίδωσης είναι:
1. Ουσίες που προκαλούν οξεία κνίδωση στα πλαίσια αλλεργίκής αντίδρασης, όπως οι τροφές, τα φάρμακα, η μέλισσα και η σφήκα, το latex και σπάνια τα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα (π.χ. γύρεις φυτών, ακάρεα οικιακής σκόνης κ.α.)- η κνίδωση θα επαναλαμβάνεται κάθε φορά θα υπάρχει έκθεση στη συγκεκριμένη ουσία.
2. Ουσίες που προκαλούν οξεία κνίδωση στα πλαίσια αντίδρασης του οργανισμού με μη αλλεργικό μηχανισμό (δηλαδή, όχι με τη μεσολάβηση IgE αντισωμάτων), όπως κάποια φάρμακα (σκιαγραφικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ακτινολογία, παυσίπονα και αναλγητικά όπως η ασπιρίνη, φάρμακα για την καταπολέμηση της υπέρτασης όπως είναι οι ανταγωνιστές του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης κ.α.)- η κνίδωση θα επαναλαμβάνεται κάθε φορά θα υπάρχει έκθεση στη συγκεκριμένη ουσία.
3. Οι ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις- αποτελούν τη συχνότερη αιτία οξείας κνίδωσης στα παιδιά και δεν είναι απαραίτητο οτι η κνίδωση θα επαναληφθεί σε επόμενη λοίμωξη.
Χρόνια κνίδωση
Η χρόνια κνίδωση εξ ορισμού διαρκεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι εβδομάδων κατά το οποίο συμβαίνει καθημερινή ή σχεδόν καθημερινή έκθυση νέων πομφών. Η χρονιότητα υποδηλώνει την έκθεση με επαναλαμβανόμενο τρόπο στην αιτία που προκαλεί την πάθηση και τα συμπτώματα θα συνεχίζονται μέχρι να αναγνωρισθεί και να θεραπευθεί η υποκείμενη αιτία.
Η χρόνια κνίδωση διακρίνεται σε:
1. Χρόνια κνίδωση από φυσικά αίτια
2. Αυτόματη ή αυθόρμητη χρόνια κνίδωση
3. Άλλες μορφές χρόνιας κνίδωσης
4. Κνιδωτική αγγειίτιδα- δεν αποτελεί είδος κνίδωσης, αλλά πρόκειται για μια τελείως διαφορετική πάθηση που ονομάζεται αγγειίτιδα, δηλαδή φλεγμονή και καταστροφή του τοιχώματος των αγγείων από αντισώματα. Στην πάθηση αυτή, που δεν είναι αλλεργία, το εξάνθημα μοιάζει πολύ με της κνίδωσης, ωστόσο οι πομφοί δεν έχουν μεταναστευτικό χαρακτήρα, παραμένουν σταθεροί στο ίδιο σημείο για χρόνο μεγαλύτερο από 24 ώρες, είναι επώδυνοι στην αφή και έχουν ένα αίσθημα καύσου (δηλαδή καψίματος). Η διάγνωση τίθεται με βιοψία δέρματος.
Παρακάτω θα αναλύσουμε τις αιτίες που προκαλούν φυσικές κνιδώσεις, αυθόρμητη κνίδωση και άλλες μορφές χρόνιας κνίδωσης, ενώ δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με την κνιδωτική αγγειίτιδα.
1. Χρόνια κνίδωση από φυσικά αίτια
Η χρόνια κνίδωση από φυσικά αίτια περιλαμβάνει έξι κατηγορίες χρόνιας κνίδωσης που οφείλονται σε τριών ειδών φυσικά ερεθίσματα: μηχανικό ερέθισμα, θερμικό ερέθισμα και ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.
α. Χρόνια κνίδωση από μηχανικό ερέθισμα:
- Δερμογραφισμός- ο δερμογραφισμός αποτελεί τη συχνότερη μορφή χρόνιας κνίδωσης από φυσικά αίτια. Χαρακτηρίζεται από την άμεση εμφάνιση πομφού (δηλαδή επάρματος του δέρματος), περιβάλλουσας ερυθρότητας και συνοδού κνησμού κάθε φορά που θα ασκηθεί μηχανική πίεση στο δέρμα (π.χ. ξεσμός με τα νύχια). Εμφανίζεται συχνά σε νεαρούς ενήλικες αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και η μέση διάρκειά του είναι 6,5 έτη. Διακρίνουμε 2 είδη δερμογραφισμού: τον απλό η ασυμπτωματικό δερμογραφισμό (είναι ο πιο συνήθης, εμφανίζεται σε ποσοστό 2-5% του γενικού πληθυσμού και δεν χρήζει θεραπείας γιατί δεν προκαλεί κνησμό στον ασθενή) και τον συμπτωματικό δερμογραφισμό (έχει έντονο κνησμό και συνεπώς απαιτεί θεραπεία). Ο δερμογραφισμός είναι συνήθως ιδιοπαθής, δηλαδή οφείλεται σε ιδιαιτερότητα του δέρματος και δεν υπάρχει υποκείμενη αιτία που να τον προκαλεί. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο δερμογραφισμός μπορεί να αποτελεί εκδήλωση κάποιας άλλης πάθησης όπως είναι οι λοιμώξεις από βακτήρια, μύκητες ή από άκαρι ψώρας ή να αποτελεί εκδήλωση στα πλαίσια φαρμακευτικής αντίδρασης σε φάρμακα όπως οι πενικιλλίνες κ.α. Η θεραπεία του δερμογραφισμού γίνεται με αντιισταμινικά χάπια.
- Κνίδωση από πίεση επιβραδυνόμενου τύπου- πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή φυσικής κνίδωσης που προκαλείται από ερέθισμα πίεσης και εκδηλώνεται ώρες μετά από αυτό. Συγκεκριμένα, 4-8 ώρες μετά από άσκηση πίεσης στο δέρμα π.χ. στους ώμους από σακίδιο ώμου, εμφανίζεται στους ώμους οίδημα (πρήξιμο) που ακολουθεί αδρά το σχήμα του αντικειμένου της πίεσης, είναι σκληρό σε σύσταση, επώδυνο και έχει συνοδό ερύθημα. Το οίδημα παραμένει για χρόνο ως και 48 ώρες. Σπάνια μπορεί να συνυπάρχουν και συστηματικά συμπτώματα όπως αδυναμία, καταβολή, πυρετός, κακουχία, αρθραλγίες (δηλαδή πόνοι στις αρθρώσεις) και αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων στη γενική αίματος. Οι συχνότερες θέσεις εμφάνισης αυτής της φυσικής κνίδωσης είναι οι παλάμες, τα πέλματα, η πλάτη, οι ώμοι και οι γλουτοί. Η μορφή αυτή είναι συχνότερη στους άνδρες και έχει διάρκεια από 6-10 έτη. Η διάγνωση γίνεται από τον αλλεργιολόγο με τοποθέτηση ειδικού βάρους 7 kgr στον ώμο ή το αντιβράχιο του ασθενή για 20 λεπτά και το θετικό αποτέλεσμα γίνεται ορατό με εμφάνιση οιδήματος μετά από 6 ώρες. Η θεραπεία βασίζεται στην αποφυγή των εκλυτικών αιτίων και στη χορήγηση κορτιζόνης.
- Κνίδωση από δόνηση- πρόκειται για σπάνια μορφή φυσικής κνίδωσης μετά από έκθεση σε μηχανικό ερέθισμα δόνησης π.χ. χρήση κομπρεσέρ. Εμφανίζεται λίγα λεπτά μετά την εφαρμογή του ερεθίσματος με κνησμό, ερύθημα και οίδημα που κορυφώνονται εντός 4-6 ωρών και διαρκούν περίπου 24 ώρες. Εκτός από το κομπρεσέρ, εκλυτικά αίτια μπορεί να είναι η οδήγηση δικύκλου μηχανής, η ιππασία με άλογο ή και το χειροκρότημα. Η διάγνωση γίνεται με ειδική δοκιμασία δόνησης που προκαλεί την εμφάνιση οιδήματος. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιισταμινικών.
β. Χρόνια κνίδωση από θερμικό ερέθισμα:
- Κνίδωση εκ ψύχους- πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα ετερογενών νοσημάτων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, δηλαδή την εμφάνιση κνιδωτικού εξανθήματος μετά από έκθεση σε κρύο. Σε γενικές γραμμές, οι διαταραχές αυτές ταξινομούνται σε οικογενείς (εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στα μέλη της ίδιας οικογένειας) και επίκτητες. Οι επίκτητες χωρίζονται με βάση μια ειδική διαγνωστική δοκιμασία (test πάγου) σε επίκτητη κνίδωση εκ ψύχους (τυπική μορφή, που έχει θετικό test πάγου) και σε άτυπες κνιδώσεις εκ ψύχους (που έχουν αρνητικό test πάγου). Θα αναφερθούμε μόνο στην τυπική μορφή της επίκτητης κνίδωσης εκ ψύχους. Οι άτυπες κνιδώσεις εκ ψύχους και τα οικογενή σύνδρομα κνίδωσης εκ ψύχους δεν θα αναφερθούν διότι, λόγω σπανιότητας, ξεφεύγουν από τους σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου.
Η τυπική μορφή της επίκτητης κνίδωσης εκ ψύχους παρουσιάζεται κλινικά με εμφάνιση πομφών στα σημεία του σώματος που έρχονται σε επαφή με κρύο ερέθισμα όπως είναι ο κρύος αέρας, το μπάνιο σε κρύα θάλασσα και η επαφή με ψυχρά αντικείμενα π.χ. μπουκάλι με κρύο νερό. Είναι η τρίτη πιο συχνή μορφή κνίδωσης από φυσικά αίτια. Προσοχή απαιτείται διότι αν η επιφάνεια σώματος που εκτίθεται στο κρύο είναι μεγάλη, μπορεί να προκύψουν συστηματικές εκδηλώσεις ακόμη και να συμβεί συστηματική αναφυλακτική αντίδραση. Η διάγνωση γίνεται με το test πάγου δηλαδή με την τοποθέτηση παγωμένου αντικειμένου στο δέρμα για λίγα λεπτά και την εμφάνιση πομφού στο σημείο επαφής με το κρύο ερέθισμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η επίκτητη κνίδωση εκ ψύχους είναι πρωτοπαθής, δηλαδή δεν ανευρίσκεται υποκείμενη παθολογία που να την προκαλεί. Πιο σπάνια, μπορεί να είναι δευτεροπαθής, οφειλόμενη σε αιματολογικά νοσήματα, λοιμώξεις (π.χ. σύφιλη, ιλαρά κ.α.) και φάρμακα (πενικιλλίνη, αντισυλληπτικά κ.α.). Η πρωτοπαθής μορφή εμφανίζεται σε μέση ηλικία 18-25 ετών και διαρκεί κατά μέσο όρο 5-10 έτη μέχρι να υφεθεί πλήρως. Η θεραπεία συνίσταται σε αποφυγή των εκλυτικών αιτίων (π.χ. μπάνιο σε κρύα θάλασσα) και στη χορήγηση αντιισταμινικών.
- Τοπική κνίδωση εκ θερμότητος- πρόκειται για εξαιρετικά σπάνια μορφή φυσικής κνίδωσης. Έχουν περιγραφεί περίπου 20 περιπτώσεις στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Η άμεση επαφή με ζεστό αντικείμενο (38-50 βαθμούς C) προκαλεί τοπική βλάβη με ερυθρότητα και πομφούς.
γ. Χρόνια κνίδωση από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία:
- Ηλιακή κνίδωση- πρόκειται για σπάνια μορφή φυσικής κνίδωσης (0,5% όλων των κνιδώσεων) κατά την οποία, σε λίγα λεπτά μετά από την έκθεση στον ήλιο, εμφανίζεται στα ακάλυπτα σημεία του σώματος ερύθημα, πομφοί και οίδημα. Η διάγνωση γίνεται με έκθεση σε τεχνητό φως συγκεκριμένου μήκους κύματος που παράγεται από ειδική λυχνία. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιισταμινικών, κορτιζόνης, την αποφυγή ηλιακής έκθεσης και τη χρήση αντιηλιακού, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και φωτοθεραπεία.
2. Αυτόματη ή αυθόρμητη χρόνια κνίδωση
Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται 3 διαφορετικές ομάδες χρόνιας κνίδωσης: η ιδιοπαθής χρόνια κνίδωση, η αυτοαντιδραστική χρόνια κνίδωση και η δευτεροπαθής χρόνια κνίδωση.
- Ιδιοπαθής χρόνια κνίδωση- στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση στους οποίους ο ενδελεχής κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος δεν αποκαλύπτει υποκείμενη αιτία ως υπεύθυνη της κνίδωσης. Πρόκειται δηλαδή για μια διάγνωση εξ αποκλεισμού. Για να τεθεί η διάγνωση πρέπει να αποκλεισθούν οι φυσικές κνιδώσεις, οι άλλες μορφές χρόνιας κνίδωσης, η αυτοαντιδραστική και η δευτεροπαθής χρόνια κνίδωση. Η θεραπεία γίνεται με αντιισταμινικά, ανταγωνιστές υποδοχέων λευκοτριενίων και- στις εξάρσεις της κνίδωσης- συστηματικά κορτικοστεροειδή. Στις ανθεκτικές περιπτώσεις εναλλακτική λύση αποτελεί το φάρμακο κυκλοσπορίνη και το μονοκλωνικό αντίσωμα omalizumab (ένα τεχνητό αντίσωμα που απενεργοποιεί το φυσικό αντίσωμα IgE που είναι υπεύθυνο για την αλλεργία στον ανθρώπινο οργανισμό).
- Αυτοαντιδραστική χρόνια κνίδωση- για να ενταχθεί ένας ασθενής στην κατηγορία αυτή πρέπει να έχει θετική τη δερματική δοκιμασία αυτόλογου ορού ή πλάσματος. Η δοκιμασία αυτή εκτελείται μετά από αιμοληψία και φυγοκέντρηση του αίματος του ασθενή. Ο ορός και το πλάσμα που απομονώνονται χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια ενδοδερμικής ένεσης στην έσω επιφάνεια του αντιβραχίου του ασθενούς. Αν υπάρχει αυτοαντιδραστική κνίδωση τότε στο σημείο της ένεσης θα προκληθεί αντίδραση με πομφό, ερυθρότητα και κνησμό. Η παρουσία θετικού test αυτόλογου ορού ή πλάσματος σημαίνει οτι ο ασθενής πάσχει είτε από αυτοάνοση κνίδωση (κάτι που πρέπει να επιβεβαιωθεί με τη μέτρηση ειδικών λειτουργικών αυτοαντισωμάτων που γίνεται από εξειδικευμένα κέντρα) είτε από άλλης αιτιολογίας αυτοαντιδραστική κνίδωση, που δεν οφείλεται σε αυτοαντισώματα αλλά σε κάποιο άλλο, απροσδιόριστο με όσα γνωρίζει μέχρι στιγμής η επιστήμη, παράγοντα του αίματος του ασθενούς.
Οι ασθενείς με αυτοάνοση κνίδωση έχουν λειτουργικά αυτοαντισώματα στο αίμα τους που στρέφονται (δηλαδή ενώνονται) είτε με το αντίσωμα IgE του ίδιου του ασθενούς, είτε με έναν ειδικό υποδοχέα (που ονομάζεται FcεRI) των σιτευτικών κυττάρων (δηλαδή των κυττάρων του δέρματος που συμμετέχουν στην παθογένεια του φαινομένου της κνίδωσης).
Συνολικά στους ασθενείς με αυτοαντιδραστική κνίδωση παρατηρείται σε αυξημένη συχνότητα η συνύπαρξη και άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενος). Οι ασθενείς με αυτοαντιδραστική κνίδωση εμφανίζουν και ορισμένα κλινικά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από ασθενείς με άλλες μορφές χρόνιας κνίδωσης, όπως το γεγονός οτι εμφανίζουν συχνότερα αγγειοοίδημα, έχουν πιο μακρόχρονη κλινική πορεία, απαιτούν υψηλότερες δόσεις αντιισταμινικών για να ελεγχθεί η νόσος και παρουσιάζουν αύξηση των βασεοφίλων στη γενική εξέταση αίματος. Η θεραπεία είναι παρόμοια με της ιδιοπαθούς χρόνιας κνίδωσης, μόνο που, στην περίπτωση που διαπιστωθεί συνοδό αυτοάνοσο νόσημα, γίνεται θεραπεία και για αυτό.
- Δευτεροπαθής χρόνια κνίδωση- σε αυτή την περίπτωση χρόνιας κνίδωσης ο κλινικοεργαστηριακός έλεγχος αποκαλύπτει την ύπαρξη υποκείμενου νοσήματος που δικαιολογεί, εκτός από τα υπόλοιπα συμπτώματα που προκαλεί, και την εμφάνιση χρόνιας κνίδωσης. Η πρώτη αιτία που μπορεί να προκαλέσει δευτεροπαθή χρόνια κνίδωση είναι οι χρόνιες λοιμώξεις, με συχνότερες τις λοιμώξεις από παράσιτα (οξύουροι, εχινόκοκκος και ψείρες είναι τα πιο συχνά στη χώρα μας, αλλά σε ασθενείς που έχουν ιστορικό ταξιδιού σε χώρες της Ασίας και Αφρικής μπορεί να γίνει διάγνωση σπάνιων παρασιτώσεων που δεν ενδημούν στη χώρα μας). Άλλες χρόνιες λοιμώξεις μπορεί να είναι η χρόνια γαστρίτιδα από ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, η χρόνια βακτηριακή παραρρινοκολπίτιδα και αμυγδαλίτιδα και οι λοιμώξεις στις ρίζες των οδόντων. Κάποιοι συγγραφείς αναφέρουν ως αίτια τις χρόνιες συστηματικές μυκητιάσεις, τις χρόνιες φλεγμονές χοληδόχου κύστης ή χοληδόχου πόρου και τις ονυχομυκητιάσεις. Εκτός από τις χρόνιες λοιμώξεις, σπάνια, η δευτεροπαθής χρόνια κνίδωση μπορεί να οφείλεται σε αντιδράσεις σε τρόφιμα ή πρόσθετα τροφίμων. Οι αντιδράσεις αυτές συνήθως προκαλούνται από μη αλλεργικό μηχανισμό σε φυσικά συστατικά τροφών (ισταμίνη, φυσικές χρωστικές) ή σε χημικά πρόσθετα (χρωστικές, αρώματα, συντηρητικά, σταθεροποιητές κ.α.). Στην περίπτωση αυτή συστήνεται μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ψευδοαλλεργιογόνα (όπως ονομάζονται όλες αυτές οι ουσίες) για 4 εβδομάδες. Για να θεωρηθεί οτι ωφέλησε πρέπει να προκληθεί ύφεση συμπτωμάτων σε μεγάλο βαθμό ή και πλήρης εξάλειψη. Στη συνέχεια εφαρμόζονται ειδικές τροφικές προκλήσεις με χημικά και πρόσθετα τροφίμων για να αναγνωρισθεί ακριβώς η ουσία (π.χ. βενζοϊκό νάτριο, ένα συντηρητικό τροφίμων) που προκαλεί τα συμπτώματα. Η δευτεροπαθής χρόνια κνίδωση αντιμετωπίζεται με την θεραπεία της υποκείμενης λοίμωξης ή με την αναγνώριση και αποφυγή του υπεύθυνου ψευδοαλλεργιογόνου.
3. Άλλες μορφές χρόνιας κνίδωσης
Εδώ ανήκουν τέσσερις κατηγορίες χρόνιας κνίδωσης: η χολινεργική κνίδωση, η κνίδωση στα πλαίσια αναφυλαξίας από άσκηση, η υδατογενής κνίδωση και η κνίδωση εξ επαφής.
- Χολινεργική κνίδωση- πρόκειται για τη δεύτερη πιο συχνή αιτία χρόνιας κνίδωσης από την επίδραση φυσικού αιτίου, ενώ αποτελεί περίπου 5% όλων των χρόνιων κνιδώσεων. Οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του πυρήνα του σώματος μετά από άσκηση, θερμό λουτρό, άγχος, κατανάλωση αλκοόλ ή καυτερών φαγητών. Εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών βλατίδων, χωρίς ερυθρότητα που μπορεί να συνενώνονται κατά τόπους δημιουργώντας πομφούς που συρρέουν, ξεκινώντας από το λαιμό και το άνω τμήμα του κορμού και στη συνέχεια επεκτείνονται στα άκρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανισθεί αγγειοοίδημα, συστηματικά συμπτώματα και χολινεργική διέγερση με σιελόρροια, δακρύρροια και διάρροιες. Η διάγνωση γίνεται με δοκιμασία αύξησης της θερμοκρασίας του σώματος είτε ενεργητικά (άσκηση) είτε παθητικά (ζεστό μπάνιο) και τη διαπίστωση εμφάνισης του χαρακτηριστικού εξανθήματος 10 λεπτά μετά τη λήξη εφαρμογής του ερεθίσματος. Η θεραπεία γίνεται με αντιισταμινικά και η μέση διάρκεια της νόσου είναι περίπου 7,5 έτη.
- Κνίδωση από άσκηση- η μορφή αυτή της κνίδωσης δεν είναι αυτόνομη πάθηση αλλά εντάσσεται σε ένα νόσημα που ονομάζεται αναφυλαξία από άσκηση. Στην αναφυλαξία από άσκηση προκαλείται αναφυλακτική αντίδραση κατά η διάρκεια ή αμέσως μετά τη λήξη έντονης σωματικής άσκησης. Τα συμπτώματα μπορεί να περιορίζονται σε απλή κνίδωση (κνίδωση από άσκηση) ή να είναι πιο σοβαρά με συμμετοχή του αναπνευστικού, γαστρεντερικού και κυκλοφορικού συστήματος (αναφυλακτική αντίδραση). Η αντιμετώπιση γίνεται με παράταση του χρόνου προθέρμανσης πριν την κορύφωση της σωματικής προσπάθειας κατά την άσκηση ενώ χορηγούνται και φάρμακα αντιμετώπισης αναφυλακτικής αντίδρασης για την περίπτωση που θα προκύψει τέτοια αντίδραση.
- Υδατογενής κνίδωση- πρόκειται για πολύ σπάνια μορφή κνίδωσης (<50 περιπτώσεις), κατά την οποία η επαφή με το νερό, ανεξαρτήτως θερμοκρασίας, προκαλεί την εμφάνιση μικρών βλατίδων και πομφών που διαρκούν για περίπου 1 ώρα και εξαφανίζονται.
- Κνίδωση εξ επαφής- πρόκειται για την εμφάνιση πομφών στα σημεία του δέρματος που έρχονται σε επαφή με ουσίες που απελευθερώνουν ισταμίνη από το δέρμα ή με ουσίες που περιέχουν ισταμίνη π.χ. σε επαφή με το φυτό τσουκνίδα (που περιέχει ισταμίνη και φορμικό οξύ) προκαλείται στο δέρμα μας αίσθημα καψίματος και ερεθισμός. Η κνίδωση εξ επαφής προκύπτει και σε ασθενείς με αλλεργία σε κάποια ουσία όταν η ουσία αυτή έρθει σε επαφή με το δέρμα π.χ. σε ασθενή με αλλεργία στο ψάρι αν το δέρμα του ακουμπήσει σε κρέας ψαριού. Η θεραπεία είναι απλή και συνίσταται σε αποφυγή του υπεύθυνου αιτίου.