Η αναφυλακτική αντίδραση είναι μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση που εξελίσσεται πολύ γρήγορα και μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή. Η συχνότητα της αναφυλακτικής αντίδρασης από όλα τα πιθανά αίτια υπολογίζεται σε 0,05- 2%.
Οι ασθενείς έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν τον όρο "αλλεργικό σοκ" για κάθε γενικευμένη αλλεργική αντίδραση που τους συνέβη. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει τυχαία, διότι ο ασθενής μπορεί να βιώσει με πολύ δραματικό τρόπο τα συμπτώματα μιας αλλεργικής αντίδρασης, αφενός διότι αναπτύσσονται ταχύτατα, μέσα σε λεπτά ή δευτερόλεπτα (ενώ πριν ο ασθενής ήταν τελείως καλά) και αφετέρου διότι πολλές φορές είναι εξαιρετικά ενοχλητικά (όπως η φαγούρα στην κνίδωση ή η παραμόρφωση του προσώπου στο αγγειοοίδημα). Μάλιστα πολλές φορές χρησιμοποιούν τον όρο "αλλεργικό σοκ" για να περιγράψουν μια αντίδραση που δεν είναι καν αναφυλακτική, όπως συμβαίνει σε μια γενικευμένη (δηλαδή που να εκδηλώνεται με εξάνθημα σε όλο το σώμα) κνίδωση. Με ιατρικούς όρους, το αλλεργικό σοκ (η λέξη σοκ- shock- μεταφράζεται στα ελληνικά ως καταπληξία, δηλαδή μεγάλη πτώση της πίεσης του αίματος που οδηγεί σε απώλεια αισθήσεων) είναι η πολύ βαρεία αναφυλακτική αντίδραση που οδηγεί σε πτώση της πίεσης του αίματος και απώλεια αισθήσεων. Δεν είναι απαραίτητο κάθε αναφυλακτική αντίδραση να οδηγήσει σε καταπληξία (σοκ).
Η αναφυλακτική αντίδραση προϋποθέτει την εμφάνιση συμπτωμάτων ταυτόχρονα από 2 όργανα (πιο σωστά συστήματα) του σώματος. Συνήθως στην αναφυλακτική αντίδραση συμμετέχουν τα εξής 4 συστήματα:
1. Το δέρμα- με διάχυτη ερυθρότητα στο σώμα, κνησμό (φαγούρα), κνίδωση με πομφούς ("πετάλες" ή "καντήλες" ή "φλουμπέτες") και αγγειοοίδημα ("πρήξιμο" στα μαλακά μέρη του σώματος, όπως μάτια και χείλη)- δυστυχώς, τα συμπτώματα από το δέρμα μπορεί να απουσιάζουν σε ποσοστό 10- 20% των ασθενών με αναφυλακτική, πράγμα που κάνει την αναγνώρισή της πιο δύσκολη
2. Το πεπτικό- με πόνο στην κοιλιά, ναυτία, εμετούς και διάρροιες
3. Το αναπνευστικό- με συμπτώματα από τη μύτη (ρινική καταρροή, φταρνίσματα) ή το στήθος (βήχα, δύσπνοια, σφύριγμα στην εκπνοή) ή οίδημα του λάρυγγα
4. Το κυκλοφορικό (πίεση του αίματος)- η πτώση της πίεσης δημιουργεί ζάλη, ταχυκαρδία, θαμβή όραση και απώλεια αισθήσεων (λιποθυμία)- αυτό είναι το αναφυλακτικό ή αλλεργικό σοκ
Για να ονομάσουμε την αντίδραση αναφυλακτική πρέπει να υπάρχει οποιοσδήποτε συνδυασμός συμπτωμάτων από τουλάχιστον 2 από τα παραπάνω όργανα, π.χ. να υπάρχουν πομφοί στο σώμα (κνίδωση) μαζί με εμετό ή να υπάρχει εμετός και ταυτόχρονα δύσπνοια και βήχας. Αν υπάρχουν συμπτώματα από ένα ή περισσότερα από τα τρία πρώτα όργανα μαζί με πτώση πίεσης και/ή λιποθυμία τότε η αναφυλακτική αντίδραση ονομάζεται αναφυλακτική καταπληξία (ή αλλεργικό σοκ).
Σε γενικές γραμμές μια αλλεργία μπορεί να εκδηλωθεί με συμπτώματα μόνο από ένα σύστημα (οπότε δεν ονομάζεται αναφυλακτική αντίδραση) ή με συμπτώματα από δύο ή περισσότερα συστήματα οπότε και είναι αναφυλακτική αντίδραση. Εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση όπου η αλλεργία εκδηλώνεται με πτώση της πίεσης μετά από έκθεση σε γνωστό για τον συγκεκριμένο ασθενή αλλεργιογόνο. Τότε, παρόλο που πάσχει μόνο ένα σύστημα (το κυκλοφορικό), η αντίδραση ονομάζεται αναφυλακτική. Για παράδειγμα, αν ένας ασθενής με γνωστή αλλεργία στη μέλισσα, τσιμπηθεί από μέλισσα και εμφανίσει μόνο πτώση πίεσης και κανένα άλλο σύμπτωμα, η αντίδραση είναι και θα αντιμετωπιστεί ως αναφυλακτική.
Δεν είναι απαραίτητο οτι κάθε αναφυλακτική αντίδραση θα εξελιχθεί σε καταπληξία. Το αν θα εξελιχθεί εξαρτάται από την ποσότητα του αλλεργιογόνου στην οποία εκτέθηκε ο ασθενής, από τη γενική κατάσταση του οργανισμού, από το είδος της θεραπείας που θα χορηγηθεί και από το πόσο έγκαιρα χορηγήθηκε αυτή η θεραπεία.
Δυνητικά οποιοδήποτε αλλεργιογόνο μπορεί να προκαλέσει αναφυλακτική αντίδραση σε οποιονδήποτε ασθενή έχει αλλεργία σε αυτό. Αυτό εξαρτάται από το βαθμό ευαισθητοποίησης του ασθενούς στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο, την οδό έκθεσης (η ενδοφλέβια χορήγηση είναι πιο επικίνδυνη σε σχέση με χορήγηση από του στόματος, εισπνοή ή διαδερμική επαφή) και την ποσότητα του αλλεργιογόνου.
Ωστόσο κάποια αλλεργιογόνα προκαλούν συχνότερα αναφυλακτική αντίδραση. Αυτά είναι τα δηλητήρια υμενοπτέρων (μέλισσα και σφήκα), τα φάρμακα (αντιβιοτικά και σκιαγραφικά, ειδικά όταν χορηγούνται ενδοφλέβια) και οι τροφές όπως γάλα, αυγό, σιτηρά, ψάρι, οστρακοειδή- μαλάκια, όσπρια και ξηροί καρποί.
Η μοναδική αποτελεσματική θεραπεία της αναφυλακτικής αντίδρασης είναι το φάρμακο αδρεναλίνη.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αποσαφηνισθεί μια τεράστια παρεξήγηση σχετικά με τη χρήση της αδρεναλίνης. Η αδρεναλίνη δεν είναι το έσχατο μέσο αντιμετώπισης μιας αναφυλακτικής αντίδρασης, η χρήση του οποίου αποφασίζεται μόνο σε περίπτωση καταπληξίας (σοκ) ή οιδήματος του λάρυγγα. Η αδρεναλίνη είναι η πρώτη και μοναδική αποτελεσματική θεραπεία της αναφυλακτικής αντίδρασης από τη στιγμή που θα αναγνωρίσουμε οτι ένας ασθενής πάσχει από αυτή. Αν θεραπεύσουμε την αναφυλακτική με τα δευτερεύοντα φάρμακα (κορτιζόνη και αντιισταμινικά) είναι πιθανό οτι θα χάσουμε πολύτιμο χρόνο, αφήνοντας την αντίδραση να εξελιχθεί και να οδηγήσει, πιθανά, σε πτώση της πίεσης ή οίδημα λάρυγγα. Τότε, ίσως και η αδρεναλίνη να μη μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση! Η κοινή πεποίθηση οτι η θεραπεία μιας αναφυλακτικής αντίδρασης είναι η ένεση κορτιζόνης είναι εσφαλμένη.
Συνεπώς, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της αναφυλακτικής αντίδρασης, η μοναδική θεραπεία είναι η ενδομυϊκή ένεση αδρεναλίνης. Η ένεση γίνεται είτε από προσωπικό με ιατρική εκπαίδευση είτε από τον ίδιο τον ασθενή ή τους συγγενείς του. Στην ελληνική αγορά κυκλοφορεί ειδικό σκεύασμα αυτοενιέμενης αδρεναλίνης σε προγεμισμένη σύριγγα με τη μορφή "στυλό".
Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα εκπαιδευτικό video σχετικά με τη χρήση του σκευάσματος αδρεναλίνης:
Ο ειδικός αλλεργιολόγος θα εκπαιδεύσει τον αλλεργικό ασθενή που διατρέχει κίνδυνο να υποστεί αναφυλακτική αντίδραση με δύο τρόπους:
α. ποιά είναι τα συμπτώματα της αναφυλακτικής αντίδρασης και πως να τα αναγνωρίσει έγκαιρα
β. πως να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά με χρήση της αυτοενιέμενης αδρεναλίνης
Μετά τη χορήγηση αδρεναλίνης, ο ασθενής πρέπει να λάβει σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού, τα δευτερεύοντα φάρμακα αντιμετώπισης αναφυλακτικής, δηλαδή την κορτιζόνη και το αντιισταμινικό, είτε από μόνος του (σε μορφή χαπιού ή σιροπιού, ανάλογα με την ηλικία) είτε σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα. Τα δευτερεύοντα φάρμακα, των οποίων η έναρξη δράσης γίνεται σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 λεπτών, έχουν σκοπό να αντιμετωπίσουν τη λεγόμενη δεύτερη φάση της αναφυλακτικής αντίδρασης, που εμφανίζεται σε 4-24 περίπου ώρες μετά την αρχική φάση, χωρίς να μεσολαβήσει νέα έκθεση του ασθενούς στο υπεύθυνο αλλεργιογόνο και ενώ έχουν υποχωρήσει τα συμπτώματα της αρχικής φάσης.
Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο ο ασθενής να μεταβεί άμεσα στο κοντινότερο νοσηλευτικό ίδρυμα για παρακολούθηση και θεραπεία.
Η διαρκής εκπαίδευση από τον αλλεργιολόγο στην αναγνώριση συμπτωμάτων της αναφυλακτικής αντίδρασης και στον τρόπο αντιμετώπισής της είναι ζωτικής σημασίας και μπορεί να σώσει τη ζωή του αλλεργικού ασθενούς.
Η αναφυλακτική αντίδραση είναι μία ταχέως εξελισσόμενη, απειλητική για τη ζωή κατάσταση που απαιτεί άμεση θεραπεία. Διαβάστε περισσότερα εδώ...